- παππουδίστικος
- -η, -οαυτός που αναφέρεται ή ταιριάζει σε παππού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παππουδίστικος — η, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παππού, που ταιριάζει σε παππού ή μοιάζει με παππού. [ΕΤΥΜΟΛ. < παππούς, ούδες + κατάλ. ίστικος (πρβλ. δασκαλ ίστικος)] … Dictionary of Greek